Η διαιτησία, αποτελεί έναν από τους κύριους τρόπους επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας. Η διαιτητική διαδικασία, ως μηχανισμός ρυθμιστικής τάξης των εργασιακών σχέσεων, διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 22&2 και 23&1 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει τη δημιουργία διαιτητικών οργάνων, με σκοπό να διευκολύνεται η επίλυση των συλλογικών διαφορών εργασίας, υπό την προϋπόθεση, όμως ότι η διαιτησία διαδραματίζει αποκλειστικώς επικουρικό ρόλο σε σχέση με τη συλλογική διαπραγμάτευση ή λειτουργεί ως κύρωση, στην περίπτωση, π.χ. κατά την οποία ένα μέρος δεν εκπληρώνει την προβλεπόμενη από το νόμο υποχρέωσή του να διαπραγματευθεί. Κατά τη, μέχρι το 2014, πάγια νομολογία, ο κοινός νομοθέτης έχει, καταρχήν, ευχέρεια επιλογής συστήματος διαιτησίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 ν.1876/1990, όπως ίσχυε μετά την υιοθέτηση της ΠΥΣ 6/2012 και μέχρι την ψήφιση του ν.4303/2014, προσφυγή στη διαιτησία ήταν δυνατή αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών (προαιρετική διαιτησία), σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων, δηλαδή αποκλειόταν η μονομερής προσφυγής στη διαιτησία.