Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να συμβάλει στην ενημέρωση σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο της απεργίας σε συγκεκριμένα ζητήματα, δηλαδή τις διαδικαστικές προϋποθέσεις κήρυξης της απεργίας, όπως και τη δυνατότητα κήρυξης ανταπεργίας. Αφορμή για την εκπόνησή της ήταν η έκφραση κυρίως κατά το έτος 2014 απόψεων από νομικούς, αλλά και πολιτικούς κύκλους, σύμφωνα με τις οποίες το ελληνικό δίκαιο της απεργίας πρέπει να μεταρρυθμισθεί, καθώς είναι κάτι το εξαιρετικά στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και μάλιστα ιδιαίτερα προστατευτικό για τους εργαζομένους.
Προς διαπίστωση της ακριβείας αυτών των απόψεων και της σύγκρισής τους με το ελληνικό δίκαιο, επιλέξαμε πέραν από τα «γνωστά» νομικά συστήματα στα οποία συνήθως αναφέρεται ο έλληνας νομικός, δηλαδή τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, και συγκεκριμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τις οποίες θεωρήσαμε αντιπροσωπευτικές των διαφόρων υποσυστημάτων. Έτσι, θα αναφερθούμε στην Ισπανία και την Πορτογαλία ως χώρες του Νότου αντίστοιχου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου με την Ελλάδα, στην Μεγάλη Βρετανία ως αντιπροσωπευτική χώρα του αγγλοσαξωνικού δικαίου και των συναφών αντιλήψεων για τις εργασιακές σχέσεις, στη Σουηδία ως χώρα του Βορρά, στο Βέλγιο και την Ολλανδία ως χώρες της αναπτυγμένης Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και την Πολωνία και τη Βουλγαρία ως χώρες της Ανατολικής, υπό την πολιτική του όρου έννοια, Ευρώπης.
Επιδιώχθηκε έτσι ότι θα εκτεθεί ένα αντιπροσωπευτικό πανόραμα των ευρωπαϊκών δικαίων στο σημείο που εξετάζεται, ώστε να συγκριθεί με το ελληνικό. Προς το σκοπό διευκόλυνσης της σύγκρισης και μόνο, θα παρατεθεί αρχικά μια αντίστοιχη σύντομη περιγραφή του ελληνικού δικαίου. Στο τέλος της μελέτης θα παραθέσουμε το συμπέρασμα της συγκριτικής επισκόπησης και θα εντοπίσουμε τη «θέση» του ελληνικού δικαίου σε σχέση με τα υπόλοιπα εξεταζόμενα δίκαια.
ΕΛΛΑΔΑ
Ως απεργία νοείται η συλλογική αποχή από την εργασία με σκοπό να ασκηθεί πίεση ώστε να ικανοποιηθούν επαγγελματικές διεκδικήσεις των εργαζομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. 1 Σ. “Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων”.
Το δικαίωμα απεργίας αποτελεί συνεπώς δικαίωμα το οποίο ασκείται μόνο από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις έστω και αν φορείς του είναι και τα άτομα-εργαζόμενοι. Στη νομική και σύμφωνη με το Σύνταγμα έννοια της απεργίας δεν συμπεριλαμβάνεται η αδέσποτη απεργία, δηλαδή εκείνη που δεν κηρύσσεται από κάποια συνδικαλιστική οργάνωση αλλά από τους ίδιους τους εργαζόμενους-άτομα, όπως και εκείνη που ασκείται από οργάνωση που δεν είναι συνδικαλιστική ( π.χ. κοινά σωματεία, πολιτικά κόμματα).
Ως απεργία νοείται μόνο η αποχή από την εργασία των εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως και των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά όχι και οι διάφορες μορφές συλλογικής αποχής από την εργασία τους άλλων κατηγοριών (π.χ. ανεξαρτήτων επαγγελματιών, φοιτητών) με σκοπό να ασκήσουν πίεση ή να διαμαρτυρηθούν. Η ανταπεργία, δηλαδή η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται κατά τη διάρκεια της απεργίας τις υπηρεσίες και των μη απεργών μισθωτών, δεν προστατεύεται από το Σύνταγμα, όμως απαγορεύεται από το ν. 1264/1982.
Η αποχή από την εργασία λόγω συμμετοχής στην απεργία δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αυθαίρετη απουσία ή μη ομαλή εκπλήρωση της εργασιακής σχέσεως, αλλά ως απλή αναστολή της. Επίσης, αυτονοήτως, κατά τη διάρκεια της απεργίας δεν καταβάλλονται αποδοχές στους απεργούς εργαζομένους.
Η άσκηση απεργίας τελεί υπό την επιφύλαξη της απαγορεύσεως καταχρηστικής ασκήσεως σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 3 Σ. όσο και της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Η άσκηση αυτή, σύμφωνα με την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική λόγω των αιτημάτων της (π.χ. αιτήματα τα οποία κρίνονται άκρως υπερβολικά), λόγω των συνεπειών της (π.χ. όταν απειλεί την πρόκληση υπερβολικών ζημιών στον εργοδότη δυσαναλόγων με την ωφέλεια των εργαζομένων ή όταν απειλείται καταστροφή της ίδιας της επιχείρησης), ή λόγω των μεθόδων που χρησιμοποιεί (π.χ. συνειδητή και οργανωμένη χρήση βίας, κατάληψη των χώρων εργασίας, παρεμπόδιση μη απεργών να εισέλθουν στους χώρους εργασίας για να εργασθούν).
Ο ν. 1264/1982, ο οποίος τροποποίησε τον προηγούμενο νόμο 330/1976, ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Επιβάλλει υποχρέωση για ενημέρωση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής του οργανώσεως τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την πραγματοποίησή της, η οποία επεκτείνεται σε τουλάχιστον 4 ημέρες προκειμένου περί του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας.
Σημειωτέον ότι το Ελληνικό Σύνταγμα απαγορεύει το δικαίωμα απεργίας με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας.
Η κήρυξη της απεργίας γίνεται, κατά κανόνα, στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις με απόφαση της γενικής συνελεύσεως, ενώ στις υπόλοιπες οργανώσεις με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου τους. Πάντως στην απεργία που κηρύχθηκε από τη συνδικαλιστική οργάνωση μπορούν να συμμετάσχουν όχι μόνο τα μέλη της αλλά και όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι. Πρέπει πάντως να προστεθεί ότι αρκετές δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ακολουθούν διαδικασίες ψηφοφορίας σε Γενικές Συνελεύσεις είτε για εσωτερικούς λόγους (π.χ. ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ), είτε λόγω ειδικών προβλέψεων του νόμου (δημόσιοι υπάλληλοι).
Επίσης κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση η οποία κηρύσσει την απεργία υποχρεούται να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων, ενώ προκειμένου περί του δημοσίου, ο.τ.α., νπδδ, των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις υποχρεούνται να διαθέσουν επί πλέον και προσωπικό για την αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου.
ΒΕΛΓΙΟ
Στο Βέλγιο το δικαίωμα απεργίας ναι μεν δεν αναγνωρίζεται πανηγυρικά από το Σύνταγμα, θεωρείται όμως ότι απορρέει από το συνταγματικώς αναγνωρισμένο δικαίωμα στη συλλογική διαπραγμάτευση (άρθρο 23 παρ.3)[1].
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Η βελγική νομοθεσία δεν προβλέπει διατάξεις διαδικαστικού χαρακτήρα για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, δηλαδή χαρακτηρίζεται από σχετικό φιλελευθερισμό. Το ζήτημα των διαδικασιών κήρυξης της απεργίας τελικά παραπέμπεται στη συλλογική διαπραγμάτευση, έτσι ώστε είναι ακριβώς τα ενδιαφερόμενα μέρη δυνατόν να εισαγάγουν σχετικές ρυθμίσεις συλλογικές συμβάσεις εργασίας[2].
Η απεργία πάντως δεν είναι ανάγκη να προέρχεται από αναγνωρισμένο σωματείο. Το βελγικό Ακυρωτικό δέχθηκε σε σχετική απόφασή του[3] ότι «δεν υπάρχει νομοθετική διάταξη, η οποία να απαγορεύει σε εργαζόμενο να λάβει μέρος σε απεργία, η οποία δεν προέρχεται από αναγνωρισμένη συνδικαλιστική οργάνωση. Συνεπώς, όλες οι δυνατές μορφές απεργίας στον ιδιωτικό τομέα θεωρούνται νόμιμες».
Δημόσιος τομέας
Στο δημόσιο τομέα το ζήτημα της διαδικασίας άσκησης της απεργίας ρυθμίζεται ομοίως σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Σκοπός των ρυθμίσεων είναι η διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος. Η αρχή της επικουρικότητας τηρείται έτσι ώστε η Πολιτεία παρεμβαίνει μόνο όταν οι σχετικές διαδικασίες διαπραγμάτευσης αποτυγχάνουν. Τα μέρη καθορίζουν ανά τομέα τις βασικές ανάγκες και υπηρεσίες, οι οποίες πρέπει να συνεχίσουν να ικανοποιούνται και κατά τη διάρκεια της απεργίας[4]. Ο σχετικός κατάλογος επικυρώνεται με Βασιλικό Διάταγμα. Σε περίπτωση αποτυχίας να συναφθεί συμφωνία, το σχετικό δικαίωμα μεταβιβάζεται στον Υπουργό[5].
Ο σχετικός νόμος ορίζει ως ανταποκρινόμενες στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος εκείνες τις υπηρεσίες που πρέπει να διατηρούνται προκειμένου να ικανοποιούνται συγκεκριμένες βασικές ανάγκες των πολιτών, ή να ασκούνται εργασίες σε περίπτωση εκτάκτων αναγκών ή ανωτέρας βίας.
Περαιτέρω, έστω και αν το δικαίωμα απεργίας δεν απαγορεύεται ρητά για καμιά κατηγορία εργαζομένων, το δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων υπόκειται σε ορισμένους όρους, οι οποίοι πρέπει να πληρούνται προκειμένου να ασκηθεί νομίμως το δικαίωμα. Οι αστυνομικοί π.χ. προκειμένου να απεργήσουν πρέπει να έχει προηγηθεί αναδοχή της απεργίας από νόμιμα συνεστημένη συνδικαλιστική οργάνωση και να έχει υπάρξει διαδικασία διαπραγμάτευσης για τα ζητήματα της απεργίας από σχετική επιτροπή διαπραγμάτευσης[6].
Ανταπεργία
Το νομικό καθεστώς του δικαιώματος ανταπεργίας των εργοδοτών παρέμενε επί μακρόν ασαφές και αμφισβητούμενο. Για πρώτη φορά το βελγικό Ακυρωτικό αναγνώρισε το 1984 το σχετικό δικαίωμα[7], υπό προϋποθέσεις, όμως, δηλαδή όταν αποτελεί αντίδραση σε παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεων ή αποσκοπεί στην αντιμετώπιση προβλημάτων ανωτέρας βίας[8]. Ήδη το ζήτημα μεταβάλλεται καθώς το Βέλγιο έχει κυρώσει τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, ο οποίος, έστω εμμέσως, αναγνωρίζει την ανταπεργία.
Στην πράξη οι εργοδότες σπανίως ασκούν το δικαίωμα ανταπεργίας και περιορίζονται στο να ασκήσουν το παράλληλο δικαίωμα της μη αποδοχής της εργασίας των μη απεργών σε περίπτωση αδυναμίας αποδοχής της[9].
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
Το δικαίωμα της απεργίας αναγνωρίζεται ως ατομικό δικαίωμα των εργαζομένων, πλην όμως πρέπει να ασκείται συλλογικά[10], κυρίως κατά το στάδιο λήψεως της σχετικής αποφάσεως.
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Προϋπόθεση για την κήρυξη της απεργίας είναι να έχει εξαντληθεί το στάδιο των απευθείας διαπραγματεύσεων εργοδοτών και εργαζομένων[11]. Πρέπει επίσης να τηρείται η αρχή του εσχάτου μέσου και να έχουν εξαντληθεί οι διαδικασίες συμφιλίωσης.
Γενικότερο χαρακτηριστικό επίσης του βουλγαρικού συστήματος εργασιακών σχέσεων είναι ότι για την εκπροσώπηση του προσωπικού έναντι του εργοδότη απαιτείται αντιπροσωπευτικότητα μεγαλύτερη του 50 % του συνόλου του προσωπικού. Αυτό ισχύει τόσο για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας, όσο και για την κήρυξη απεργίας στο επίπεδο της επιχείρησης. Έτσι η απόφαση για κήρυξη της απεργίας πρέπει να υποστηρίζεται από τουλάχιστον το 50 % των εργαζομένων της επιχείρησης. Αυτό το ποσοστό υπολογίζεται επί του συνόλου των εργαζομένων της επιχείρησης, ακόμη και των απόντων για οποιοδήποτε λόγο. Σημειωτέον όμως ότι σε αυτή τη ρύθμιση ασκείται συστηματικά κριτική από τα όργανα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας[12].
Προβλέπεται επίσης η προειδοποίηση του εργοδότη, η οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί τουλάχιστον πριν από 7 ημερολογιακές ημέρες από την κήρυξη της απεργίας. Πρέπει να αναφέρει το χρόνο έναρξης της απεργίας και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν την ευθύνη της[13].
Δημόσιος τομέας
Το βουλγαρικό Συνταγματικό Δικαστήριο σε απόφασή του [14] δέχθηκε ότι το δικαίωμα της απεργίας μπορεί να περιορισθεί τόσο για εκείνους τους δημοσίους υπαλλήλους που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της άσκησης δημόσιας εξουσίας, όπως και για εκείνους που απασχολούνται σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας. Έτσι δεν επιτρέπεται η άσκηση απεργίας εκ μέρους των αστυνομικών, των μελών των ενόπλων δυνάμεων, των οργάνων της δικαστικής εξουσίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 14 του SCLDA[15] σε ορισμένους τομείς των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας πρέπει να συνάπτεται συμφωνία, η οποία να ρυθμίζει τη στοιχειώδη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της απεργίας. Τα παραπάνω αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες, τις δημόσιες μεταφορές και το ραδιοτηλεοπτικό τομέα[16]. Τα σχετικά μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν την αποφυγή ανεπανόρθωτης βλάβης στη δημόσια ή ιδιωτική περιουσία, στο περιβάλλον ή να διασφαλίζουν την δημόσια τάξη. Σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται συμφωνία, το ζήτημα παραπέμπεται στη υποχρεωτική διαιτησία[17]. Ειδικά για το πεδίο των σιδηροδρομικών υπηρεσιών προβλέπεται ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες δεν μπορούν κατά τη διάρκεια της απεργίας να είναι λιγότερες από το 50 % της κανονικής λειτουργίας. Η συγκεκριμένη όμως ρύθμιση έχει κατακριθεί από τα αρμόδια όργανα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.
Ανταπεργία
Η βουλγαρική νομοθεσία απαγορεύει την ανταπεργία τόσο με την επιθετική όσο και με την αμυντική μορφή της[18]. Προβλέπεται ρητά ότι οι μη απεργοί εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν κανονικά τις αποδοχές τους[19] κατά τη διάρκεια της απεργίας.
ΓΑΛΛΙΑ
Το Προοίμιο του Γαλλικού Συντάγματος αναφέρεται με γενικό τρόπο στο δικαίωμα απεργίας των εργαζομένων. Στο γαλλικό δίκαιο, η ρύθμιση του δικαιώματος από τον κοινό νόμο έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και αφορά κυρίως την άσκησή του στο δημόσιο τομέα[20]. Η γενική αρχή είναι ότι η απεργία είναι κατ’ αρχήν νόμιμη[21].
Αποτελεί απεργία κάθε συλλογική και συντονισμένη διακοπή της εργασίας που επιχειρείται για την ενίσχυση επαγγελματικών διεκδικήσεων[22].
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Στον ιδιωτικό τομέα η απόφαση για την κήρυξη της απεργίας δεν απαιτείται να προέρχεται από συνδικαλιστική οργάνωση. Αρκεί και μια απόφαση μιας άτυπης ομάδας εργαζομένων, αφού η αποχή αρκεί να έχει συλλογικό χαρακτήρα[23]. Σε μια απεργία μπορεί να συμμετέχει οποιοσδήποτε εργαζόμενος ανεξάρτητα εάν είναι ή όχι μέλος μιας συνδικαλιστικής οργανώσεως[24]. Συνεπώς στο πεδίο της κηρύξεως της απεργίας δεν τίθεται ζήτημα αντιπροσωπευτικότητας κάποιας συνδικαλιστικής οργάνωσης σε εθνικό επίπεδο ή στο επίπεδο της επιχείρησης. Αντιστοίχως δεν έχει καμιά νομική σημασία εάν η συμμετοχή στην απεργία έχει πλειοψηφικό ή μειοψηφικό χαρακτήρα[25]. Οι μισθωτοί σε μια επιχείρηση μπορούν να διακόψουν έτσι την παροχή εργασίας χωρίς καμιά συνδικαλιστική πρωτοβουλία δεδομένου ότι θεωρείται ότι δικαιούχος του σχετικού δικαιώματος είναι ατομικά ο εργαζόμενος και όχι η συνδικαλιστική οργάνωση.
Επίσης δεν απαιτείται για τη νόμιμη κήρυξη της απεργίας η προειδοποίηση του εργοδότη. Με άλλα λόγια η κήρυξη της απεργίας μπορεί να πραγματοποιηθεί οποτεδήποτε[26]. Αναμφιβόλως όμως της κηρύξεως της απεργίας πρέπει να προηγείται η προβολή των επαγγελματικών διεκδικήσεων[27]. Πάντως, εάν η έλλειψη προειδοποίησης προξενεί όχι απλά δυσλειτουργία, αλλά αποδιοργάνωση της επιχείρησης, η απεργία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική σε εξαιρετικές περιπτώσεις[28].
Δημόσιος τομέας
Σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα, στο δημόσιο τομέα απαιτείται προειδοποίηση του εργοδότη. Η προειδοποίηση αυτή πρέπει να προέρχεται από μια συνδικαλιστική οργάνωση που είναι αντιπροσωπευτική σε εθνικό επίπεδο[29]. Σημειωτέον ότι η έννοια της αντιπροσωπευτικότητας δεν αφορά μόνο μια συνδικαλιστική οργάνωση, αλλά συνδυάζεται με την αναγνώριση συνδικαλιστικής πολλαπλότητας. Η εν λόγω προειδοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει τα αιτήματα της απεργίας, το χρόνο κατά τον όποιο πρόκειται να αρχίσει και τη διάρκειά της[30]. Οποιοσδήποτε εργαζόμενος μπορεί να συμμετάσχει σε αυτήν την απεργία, δεδομένου ότι δικαιούχος του δικαιώματος στην απεργία παραμένει ατομικά ο εργαζόμενος. Η ειδοποίηση πρέπει να επιχειρείται τουλάχιστον πέντε πλήρεις ημέρες πριν από την έναρξη της απεργίας και απευθύνεται προς την εποπτεύουσα αρχή ή προς τη διεύθυνση του ενδιαφερόμενου οργανισμού ή επιχείρησης του δημόσιου τομέα. Σκοπός της προειδοποίησης είναι η έναρξη διαπραγματεύσεων με σκοπό την επίλυση της διαφοράς.
Ανεξαρτήτως των παραπάνω, δεν επιτρέπεται η απεργία σε μια σειρά δημοσίων λειτουργών, όπως οι αστυνομικοί, οι φύλακες σωφρονιστικών ιδρυμάτων, οι δικαστικοί λειτουργοί, οι στρατιωτικοί κλπ
Από την άλλη πλευρά, στο δημόσιο τομέα πρέπει να εξασφαλίζεται η συνέχεια της λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, πράγμα που ελέγχεται δικαστικά[31]. Αυτή η συνέχεια λειτουργίας βέβαια πρέπει να εξασφαλίζεται σε ελάχιστο βαθμό, προκειμένου να εξισορροπείται με τη ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος απεργίας[32].
Πολύ πιο περιοριστικοί είναι οι όροι για την άσκηση της απεργίας στις επιχειρήσεις δημοσίων μεταφορών[33]. Προβλέπεται εν προκειμένω σε πολύ ποιο συγκεκριμένο βαθμό η ρύθμιση της ελάχιστης λειτουργίας της υπηρεσίας. Η ρύθμιση επιχειρείται να υλοποιηθεί με τη σύναψη σχετικής συμφωνίας με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και σε περίπτωση αποτυχίας των σχετικών διαπραγματεύσεων μπορεί να προβλεφθεί με μονομερή απόφαση της επιχείρησης. Τέλος, στις επιχειρήσεις μεταφορών ο εργαζόμενος ο οποίος επιθυμεί να συμμετάσχει στην απεργία, οφείλει να ενημερώσει την ιεραρχία του προ 48 ωρών για την πρόθεσή του αυτή[34].
Ανταπεργία
Στο γαλλικό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται κατ’ αρχήν το δικαίωμα του εργοδότη στην ανταπεργία. Η ανταπεργία θεωρείται ως παραβίαση της συμβατικής υποχρέωσης του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες των μισθωτών. Μάλιστα η ανταπεργία δεν αναγνωρίζεται ούτε με την αμυντική της μορφή[35]. Όμως, από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζεται η δυνατότητα του εργοδότη να μην αποδέχεται νομίμως τις υπηρεσίες των μισθωτών σε περίπτωση που μια απεργία δημιουργεί μια τέτοια ιδιόμορφη «εξαναγκαστική» κατάσταση η οποία προκαλεί αντικειμενική αδυναμία του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες αυτές[36].
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Η απεργία στην Γερμανία θα πρέπει να αποβλέπει στη σύναψη συλλογικής σύμβασης, οπότε δεν είναι νόμιμη όταν ο σκοπός της αποτελεί ζήτημα το οποίο οι κοινωνικοί εταίροι δεν είναι αρμόδιοι να ρυθμίσουν με συλλογική σύμβαση. Αυτό ισχύει διότι η απεργία αντλεί τη νομιμοποίησή της από τον συνταγματικό κανόνα της συλλογικής αυτονομίας, την οποία κατά συνέπεια οφείλει να υπηρετεί[37].
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Από την πλευρά των εργαζομένων απαιτείται η απεργία να προκηρύσσεται πάντοτε από συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία αποτελεί το φορέα του σχετικού δικαιώματος. Η αδέσποτη απεργία, δηλ. αυτή που δεν διεξάγεται από συνδικαλιστική οργάνωση, είναι παράνομη[38]. Η συνδικαλιστική οργάνωση έχει ωστόσο δικαίωμα να “αναλάβει» μια τέτοια απεργία[39].
Η απόφαση λαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο ή το σύμφωνα με το νόμο αρμόδιο συλλογικό όργανο. Δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της απεργίας εάν τηρήθηκαν οι προβλέψεις του νόμου για την λήψη της απόφασης εντός του σωματείου και μάλιστα εάν ελήφθη με ψηφοφορία των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης ή όχι[40]. Πρόκειται για εσωτερικό ζήτημα της οργάνωσης[41]
Περαιτέρω, απαιτείται γνωστοποίηση της απεργίας[42] από την οποία να συνάγεται η ύπαρξη απόφασης για την κήρυξή της[43] και γνωστοποίησή της στην άλλη πλευρά. Η υποχρέωση αυτή πηγάζει από την αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής του εργατικού αγώνα (Gebot der fairen Kampfuerung)[44]. H γνωστοποίηση πρέπει να αναφέρει το χρόνο, τόπο και διάρκεια και να περιέχει πρόσκληση συμμετοχής των μη οργανωμένων εργαζομένων. Δεν απαιτείται συγκεκριμένος τύπος για τη γνωστοποίηση[45].
Σύμφωνα με τη Νομολογία του Γερμανικού Ακυρωτικού δεν επιτρέπεται με την απεργία να θίγεται προδήλως το δημόσιο συμφέρον[46]. H προστασία του δημοσίου συμφέροντος επιβάλει την πρόβλεψη προσωπικού ασφαλείας[47].
Δημόσιος τομέας
Επιβάλλεται η παροχή προσωπικού για τη διατήρηση της λειτουργίας μιας επιχείρησης, όπως και για την αντιμετώπιση των βασικών αναγκών[48]. Η διατήρηση έχει την έννοια ότι η επιχείρηση είναι σε θέση και μετά τη λήξη της απεργίας να συνεχίσει τη λειτουργία της[49] ενώ η αντιμετώπιση των βασικών αναγκών τη διασφάλιση παροχής στο κοινό απαραίτητων αγαθών και υπηρεσιών για την επιβίωσή του[50].
Ανταπεργία
Η ανταπεργία αναγνωρίζεται παραδοσιακά στη Γερμανία στο πλαίσιο της «ισότητας των όπλων» (Waffengleicheit), επιφέροντας, όπως και η απεργία ανασταλτικό αποτέλεσμα, γινόμενη αντιληπτή ως στοιχείο της συλλογικής αυτονομίας[51]. Όμως προκειμένου η ανταπεργία να είναι νόμιμη θα πρέπει να έχει αποκλειστικά αμυντικό χαρακτήρα, όπως όταν απεργεί μόνο ένα «μικρό ποσοστό» των εργαζομένων, έννοια πάντως σχετικά δυσχερώς προσδιορίσιμη[52]. Συνεπώς, η ανταπεργία με την επιθετική της μορφή θεωρείται παράνομη, ενώ δεν πρέπει να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή του εσχάτου μέσου[53]. Ομοίως δεν πρέπει κατά την άσκηση του δικαιώματος να γίνεται διάκριση μεταξύ συνδικαλισμένων και μη εργαζομένων. Σημειωτέον ότι στη Γερμανία το ζήτημα της ανταπεργίας συνδέεται με το γεγονός ότι εκεί λειτουργούν απεργιακά ταμεία, τα οποία αναλαμβάνουν την καταβολή ενός τμήματος του μισθού των εργαζομένων[54].
ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει γραπτό Σύνταγμα, έτσι και το δικαίωμα απεργίας δεν μπορεί να αναγνωρίζεται παρά μόνο από το κοινό δίκαιο[55]. Η πιο σημαντική άμεση νομοθετική αναγνώριση προέρχεται από το Human Rights Act του 1998, το οποίο ενσωμάτωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Γενικότερα, η κατ’ αρχήν παραδοσιακή θέση του βρετανικού δικαίου ήταν ότι η αποχή από την εργασία αποτελεί μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργαζομένου για παροχή της εργασίας[56]. Απλά σε περίπτωση νόμιμης απεργίας υπήρχε προστασία σε περίπτωση επιλεκτικής απόλυσης απεργού εκ μέρους του εργοδότη. Δεν αποκλειόταν έτσι ο εργοδότης να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας όλων των απεργών. Ήδη όμως, μετά το 1999, προβλέπεται το παράνομο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας απεργού, αλλά και πάλι υπό προϋποθέσεις, όπως π.χ. η καταγγελία να εντάσσεται εντός μιας «περιόδου προστασίας», η οποία σήμερα έχει διάρκεια δώδεκα εβδομάδων. Όμως και αυτή η προστασία περιλαμβάνει σημαντικά κενά, όπως π.χ. προστατεύει μόνο τους υπαλλήλους και όχι τους εργάτες, δεν προστατεύει σε περίπτωση που η απεργία υπερβαίνει τις δώδεκα εβδομάδες, δεν εξασφαλίζεται η επαναπρόσληψη του εργαζομένου απεργού, ακόμη και αν απολύθηκε παράνομα, δεν υπάρχει προστασία για εργοδοτικές αντιδράσεις άλλης μορφής και τέλος δεν υφίσταται προστασία παρά μόνο εάν η απεργία έχει ακολουθήσει πιστά τους όρους του νομοθέτη για την κήρυξή της.
Το αγγλικό δίκαιο περιλαμβάνει σημαντικούς διαδικαστικούς περιορισμούς του δικαιώματος της απεργίας, οι περισσότεροι από τους οποίους εισήχθησαν πρόσφατα, δηλαδή το 1984 με την Trade Unions Act και το 1992 με την Trade Unions and Labour Relations (Consolidation) Act[57]. Ο σημαντικότερος περιορισμός συνίσταται στο ότι προβλέπεται έτσι ότι δεν υπάρχει νομική προστασία της απεργίας παρά μόνο εάν έχει προηγηθεί μυστική ψηφοφορία των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης[58]. Η συνδικαλιστική οργάνωση πρέπει έτσι να ενημερώσει τον εργοδότη προ 7 ημερών για το ενδεχόμενο ψηφοφορίας, όπως και να γνωστοποιήσει το κείμενο της ψηφοφορίας προ τουλάχιστον 3 ημέρες. Το δικαίωμα της ψήφου πρέπει να χορηγείται σε όλα τα μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσης κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Στη συνέχεια, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας πρέπει να γνωστοποιείται τόσο στα μέλη όσο και στον εργοδότη. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας διατηρεί τη νομική μου ισχύ μόνο για 4 εβδομάδες. Αυτή η ισχύς δεν μπορεί να παραταθεί παρά μόνο με τη συμφωνία του εργοδότη. Τέλος, πρέπει να ενημερώσει τον εργοδότη για την κήρυξη της απεργίας τουλάχιστον προ επτά ημερών, όπως και το εάν θα είναι συνεχής ή διακεκομμένη.
Σημειωτέον ότι στην βρετανική νομοθεσία έχει ασκηθεί κριτική από τα αρμόδια όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης τόσο για ορισμένους διαδικαστικούς περιορισμούς της άσκησης του δικαιώματος, όσο και για την απουσία ουσιαστικής προστασίας των απεργών[59]. Θεωρείται ακριβώς ότι οι λεπτομερειακοί όροι νόμιμης άσκησης του δικαιώματος και το κόστος της καταλήγουν στο να είναι εξαιρετικά δύσκολη αν όχι αδύνατη η νόμιμη διεξαγωγή απεργίας[60].
Δημόσιος Τομέας
Δεν προβλέπεται υποχρέωση των απεργών να παρέχουν βασικές υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Προβλέπεται όμως δυνατότητα ευρείας παρέμβασης του Κράτους ή κρατικών μηχανισμών για την παροχή αυτών των υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της απεργίας[61].
Τα μέλη της αστυνομίας και των ενόπλων δυνάμεων γενικότερα δεν έχουν το δικαίωμα να απεργήσουν.
Ανταπεργία
Ενώ η ανταπεργία με την επιθετική της μορφή θεωρείται ως παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του εργοδότη, με την αμυντική της μορφή, όταν δηλαδή αποτελεί αντίδραση σε εν εξελίξει απεργία, αναγνωρίζεται από το δίκαιο[62].
ΙΣΠΑΝΙΑ
Το δικαίωμα απεργίας αναγνωρίζεται ρητά από το ισπανικό Σύνταγμα (άρθρο 28) ως θεμελιώδες δικαίωμα των εργαζομένων το οποίο ασκείται συλλογικά.
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Το ισπανικό δίκαιο θέτει περιορισμένες προϋποθέσεις για την άσκηση της απεργίας. Η παλαιότερη ρύθμιση του νόμου (DLRT) σχετικά με την υποχρέωση να διοργανώνεται δημοψήφισμα ως προς την κήρυξη της απεργίας, θεωρήθηκε μη εφαρμοστέα ως αντισυνταγματική από το Συνταγματικό Δικαστήριο με αριθμό 11/81 σχετική απόφασή του που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1981[63]. Το Δικαστήριο θεώρησε επίσης ότι είναι δυνατόν ο κοινός νομοθέτης να θέτει διαδικασίες για την κήρυξη της απεργίας. Όμως οι διαδικασίες αυτές πρέπει να αποβλέπουν στην προστασία άλλων συνταγματικά προστατευόμενων δικαιωμάτων και να μην καταλήγουν να δυσχεραίνουν στην πράξη την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας[64]. Συνεπώς η απεργία κηρύσσεται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ελεύθερα σύμφωνα με τις καταστατικές ρυθμίσεις, ενώ όταν κηρύσσεται από τα συμβούλια εργαζομένων, πρέπει η απόφαση να λαμβάνεται από την πλειοψηφία των μελών του[65].
Η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας αποτελεί ατομικό δικαίωμα και όχι προνομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων[66]. Μία απεργία λοιπόν μπορεί να ασκηθεί και από μια αυτόνομη ομάδα εργαζομένων, έτσι ώστε όχι μόνο η συνδικαλιστική, αλλά και η αδέσποτη απεργία θεωρούνται νόμιμες, αρκεί στην τελευταία περίπτωση να αναδεικνύεται μια απεργιακή επιτροπή. Η άτυπη αυτή επιτροπή αναλαμβάνει το έργο των διαπραγματεύσεων, την εξασφάλιση του προσωπικού ασφαλείας, την επαφή με τις δημόσιες αρχές και τη ρύθμιση των διαδικαστικών ζητημάτων της απεργίας.
Η απόφαση για την κήρυξη της απεργίας πρέπει να γνωστοποιείται τόσο στον εργοδότη, όσο και στην αρμόδια διοικητική αρχή. Η σχετική γνωστοποίηση πρέπει να είναι γραπτή, να περιλαμβάνει τους σκοπούς της απεργίας, το χρόνο έναρξής της και τη σύνθεση της λεγόμενης απεργιακής επιτροπής και πρέπει να πραγματοποιείται τουλάχιστον πριν από πέντε ημέρες[67].
Δημόσιος τομέας
Το δικαίωμα απεργίας αναγνωρίζεται και στο δημόσιο τομέα, πλην όμως πρέπει να εξισορροπείται με την ανάγκη να εξασφαλίζεται η συνέχιση της παροχής των βασικών υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο. Ο νόμος δεν προσδιορίζει με ακρίβεια ποιες ακριβώς είναι οι βασικές υπηρεσίες που θα πρέπει να παρέχονται. Όμως το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτές οι υπηρεσίες είναι εκείνες που συνδέονται με ορισμένα συνταγματικώς επίσης προστατευόμενα αγαθά, όπως η ζωή, η υγεία, η πληροφόρηση, η δημόσια ασφάλεια κλπ[68]. Το κεντρικό Κράτος ή οι Αυτόνομες Περιοχές οφείλουν περαιτέρω να προσδιορίσουν ειδικότερα τις παρασχετέες βασικές υπηρεσίες με σχετικές αποφάσεις, οι οποίες όμως υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο[69]. Υπό εξαιρετικές προϋποθέσεις, η συλλογική διαφορά είναι δυνατόν να αχθεί σε υποχρεωτική διαιτησία.
Η προειδοποίηση για την κήρυξη της απεργίας πρέπει να επιδίδεται προ δέκα ημερών, είναι δηλαδή μακρότερη σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα.
Τέλος απαγορεύεται η άσκηση απεργίας εκ μέρους των μελών των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας, των δικαστών και εισαγγελέων[70].
Ανταπεργία
Η ισπανική νομοθεσία δεν θέτει σε ίση μοίρα την απεργία των εργαζομένων με την ανταπεργία των εργοδοτών. Μόνο το πρώτο δικαίωμα αναγνωρίζεται συνταγματικά.[71] Η απεργία αποτελεί ένα αυτοτελές δικαίωμα των εργαζομένων, ενώ η ανταπεργία ως εργοδοτική αντίδραση είναι αποδεκτή μόνο σε πολύ συγκεκριμένες και σαφείς περιπτώσεις. Το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποδέχεται έτσι τη νομιμότητα της ανταπεργίας, αλλά μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις[72]. Πρώτον, η άσκηση της ανταπεργίας δεν πρέπει να καθιστά αναποτελεσματική την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Με άλλα λόγια η ανταπεργία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα απλό νόμιμο όπλο προς αντιμετώπιση της απεργίας. Δεύτερον, σκοπός της ανταπεργίας μπορεί να είναι μόνο η εξασφάλιση της ακεραιότητας των προσώπων, των αγαθών και του εξοπλισμού της επιχείρησης. Συνεπώς πρέπει να περιορίζεται χρονικά από την εξασφάλιση αυτού του στόχου[73].
Η απόφαση του εργοδότη να προχωρήσει σε ανταπεργία για τις παραπάνω αποκλειστικά αιτίες πρέπει να ανακοινώνεται στην οικεία διοικητική αρχή εντός δώδεκα ωρών. Εάν προκύπτει υπέρβαση του απαραίτητου χρονικού ορίου, η διοικητική αρχή είναι δυνατόν να αποφασίσει τη διακοπή της.
Η ανταπεργία θεωρείται παράνομη είτε όταν δεν εξυπηρετεί τους παραπάνω αποκλειστικούς σκοπούς είτε όταν υπερβαίνει χρονικά το απαραίτητο μέτρο. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει κανονικά τους μισθούς των εργαζομένων, ενώ είναι δυνατόν να του επιβληθούν και διοικητικές ποινές.
ΙΤΑΛΙΑ
Το δικαίωμα της απεργίας αναγνωρίζεται από το άρθρο 40 του ιταλικού Συντάγματος για οποιαδήποτε κατηγορία εργαζομένων. Το δικαίωμα απεργίας θεωρείται ατομικό δικαίωμα του εργαζομένου το οποίο ασκείται συλλογικά. Συνεπώς δεν αποκλείεται η άσκηση του δικαιώματος και από άτυπη ομάδα εργαζομένων[74]. Γενικότερα το συλλογικό εργατικό δίκαιο στην Ιταλία διαπνέεται από την αρχή της αυτορρύθμισης[75].
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Το Σύνταγμα παραπέμπει περαιτέρω στις ρυθμίσεις του κοινού νόμου[76], πλην όμως σπανίως ο ιταλός νομοθέτης έχει παρέμβει προκειμένου να θέσει όρους για την άσκηση της απεργίας και όταν αυτό συνέβη αφορούσε αποκλειστικά επιχειρήσεις κοινής ωφελείας.
Δεδομένης της ατομικής φύσεως του δικαιώματος απεργίας, δεν προβλέπεται υποχρέωση διενέργειας δημοψηφίσματος πριν την κήρυξη της απεργίας, εκτός εάν βεβαίως οι ίδιες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις αναλαμβάνουν για τους δικούς τους λόγους μια τέτοια πρωτοβουλία[77].
Γενικότερα στον ιδιωτικό τομέα δεν προβλέπονται ειδικές διαδικασίες, οι οποίες πρέπει να ακολουθούνται προκειμένου να θεωρείται νόμιμη η απεργία[78]. Προβλέπεται πάντως η παροχή υπηρεσιών εκ μέρους προσωπικού ασφαλείας προκειμένου να αποφεύγονται βλάβες και καταστροφές από την απεργία.
Δημόσιος τομέας
Σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα, συγκεκριμένες ρυθμίσεις προβλέπονται για την άσκηση της απεργίας στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή το είδος της εργασιακής σχέσεως των εργαζομένων με την επιχείρηση[79]. Επιδιώκεται η εξισορρόπηση της άσκησης της απεργίας με άλλα συνταγματικά δικαιώματα, όπως τα δικαιώματα στην υγεία, στην ασφάλεια, στη μετακίνηση, στην πληροφόρηση[80]. Σημειωτέον μάλιστα ότι οι ρυθμίσεις αφορούν και τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους μικροεπιχειρηματίες οι οποίοι προσφέρουν στο κοινό αντίστοιχες υπηρεσίες[81]. Ο νόμος προσδιορίζει σε ποιες υπηρεσίες εφαρμόζονται οι ειδικοί κανόνες για την άσκηση της απεργίας.
Στις εν λόγω επιχειρήσεις, οι ασκούντες απεργία οφείλουν να ενημερώσουν προηγουμένως γραπτώς και την ενδιαφερόμενη επιχείρηση και την εποπτεύουσα αρχή. Η προειδοποίηση αυτή πρέπει να υλοποιηθεί προ 10 ημερών και να προσδιορίζει τη διάρκεια της απεργίας, τα αιτήματά της και τον τρόπο που θα πραγματοποιηθεί[82]. Σκοπός της προειδοποίησης είναι τόσο να δοθεί ο χρόνος για να επιλυθεί η συλλογική διαφορά όσο και για να προετοιμαστεί η επιχείρηση ή η δημόσια διοίκηση ώστε να συνεχισθεί ομαλά η παροχή των υπηρεσιών. Εξ άλλου πριν από την έναρξη της απεργίας προβλέπεται ότι τα μέρη είναι υποχρεωμένα να λάβουν μέρος σε διαδικασίες συμφιλίωσης, έτσι ώστε να εξαντληθούν όλες οι προσπάθειες ώστε να βρεθεί συμφωνημένη λύση και να αποφευχθεί η απεργία[83].
Ομοίως προβλέπεται η εξυπηρέτηση κατά τη διάρκεια της απεργίας των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Το ζήτημα κατ’ αρχήν παραπέμπεται στη συλλογική διαπραγμάτευση. Οι σχετικές συμφωνίες προβλέπουν το είδος των βασικών υπηρεσιών που θα παρέχονται, τον αριθμό των εργαζομένων που δεν θα απεργούν, το ενδεχόμενο να διακόπτεται η απεργία για ορισμένο ή ορισμένα χρονικά διαστήματα[84]. Εν προκειμένω προβλέπεται και η παρέμβαση μιας ειδικής επιτροπής, της Επιτροπής Εγγυήσεως (Commissione di garanzia per lo sciopero), η οποία εξετάζει την επάρκεια των εν λόγω συμφωνιών για την ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου και έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη γνώμη των καταναλωτών ή των χρηστών. Η Επιτροπή αυτή αποτελείται από εννέα ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες που υποδεικνύονται από το Κοινοβούλιο[85]. Αξιολογώντας την ανάγκη παροχής των βασικών υπηρεσιών, η Επιτροπή διαμόρφωσε μια σχετική «νομολογία», αποκλείοντας έτσι απεργίες εντελώς σε ορισμένες περιόδους του έτους (π.χ. κατά τη διάρκεια της
περιόδου των διακοπών, στην περίπτωση των σιδηροδρόμων και των αεροπορικών εταιρειών και κατά τη διάρκεια των εξετάσεων στα σχολεία), ή σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας (ώρες αιχμής στις αστικές μεταφορές) ορίζοντας ελάχιστα χρονικά όρια μεταξύ μιας απεργίας και της επόμενης, με τον αποκλεισμό της σύμπτωσης περισσότερων από μία απεργία μέσα στον ίδιο τομέα ή σε συναφείς τομείς (αεροπορικές και σιδηροδρομικές μεταφορές), με την επιβολή μίας ελάχιστης συχνότητας, ακόμη και σε περίπτωση απεργίας, κατά την οποία πρέπει να παρέχονται υπηρεσίες (απομάκρυνση σκουπιδιών), και με τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό σύντομων απεργιών (π.χ. στα σχολεία που επιτρέπονται μόνο στην αρχή ή στο τέλος της καθημερινής διδασκαλίας)[86]. Το συνηθέστερο μέτρο βέβαια είναι η παροχή των υπηρεσιών από ένα συγκεκριμένο ποσοστό του όλου αριθμού των εργαζομένων. Οι αποφάσεις της Επιτροπής πάντως τελούν υπό τον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων (Tribunale Amministrativo Regionale).
Τέλος, προβλέπεται ότι πρέπει να τηρούνται ορισμένα χρονικά διαστήματα παροχής υπηρεσιών, προκειμένου να μπορέσει να προκηρυχθεί απεργία στον ίδιο πεδίο, έστω και από διαφορετική οργάνωση[87].
Στο σημείο αυτό αξιοσημείωτη είναι η δυνατότητα των δημοσίων αρχών (αναλόγως Νομάρχης ή Υπουργός) να διατάξoυν (ordinanza di precettazione), μετά από την αποτυχία των διαδικασιών συμφιλίωσης, την αναστολή της απεργίας σε περίπτωση που διαπιστώνεται άμεσος και σοβαρός κίνδυνος για θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από το Σύνταγμα.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι είναι προβληματική συχνά η επιβολή κυρώσεων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς συχνά οι απεργίες προέρχονται από άτυπες επιτροπές, οπότε δεν είναι δυνατόν να εξευρεθεί νομικό πρόσωπο που αναλαμβάνει τη σχετική ευθύνη. Στην περίπτωση αυτή, αφού η Επιτροπή Εγγυήσεως διαπιστώσει το παράνομο, η μόνη οδός είναι η πρόσκληση του εργοδότη να επιβάλει πειθαρχικές κυρώσεις[88].
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας οφείλουν να ενημερώσουν τουλάχιστον 5 ημέρες πριν από την έναρξη της απεργίας για το πρόγραμμα παροχής υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της απεργίας[89].
Ειδικές ρυθμίσεις υπάρχουν για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας[90], τους εργαζομένους σε πυρηνικές εγκαταστάσεις[91], τους αστυνομικούς, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς[92].
Ανταπεργία
Το δικαίωμα της ανταπεργίας δεν αναγνωρίζεται νομοθετικά και θεωρείται ότι δεν προστατεύεται σχετικά[93]. Μάλιστα μια μερίδα της νομολογίας έχει χαρακτηρίσει «αντισυνδικαλιστική συμπεριφορά» την άσκηση ανταπεργίας με αποτέλεσμα να απειλείται και ποινική κύρωση σε περίπτωση μη συμμορφώσεως (άρθρο 28 Statuto dei Lavoratori)[94]. Όμως η νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων αναγνωρίζει το δικαίωμα του εργοδότη να διακόψει τη λειτουργία της επιχείρησής του όταν σκοπός του είναι να προασπίσει την ακεραιότητα του εξοπλισμού της επιχείρησης και των εργαζομένων της, στην περίπτωση που απειλούνται. Επίσης ο εργοδότης είναι δυνατόν να μην αποδεχθεί την εργασία των μη απεργών, όταν βρίσκεται σε αδυναμία να χρησιμοποιήσει την εργασία αυτή[95].
ΟΛΛΑΝΔΙΑ
Το δικαίωμα της απεργίας δεν αναγνωρίζεται με ρητή νομοθετική διάταξη στην Ολλανδία και για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν αμφίβολη η κατοχύρωσή του. Στις μέρες μας δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία, καθώς η έλλειψη νομοθετικής αναγνώρισης υποκαθίσταται από τη νομολογιακή[96]. Στο συγκεκριμένο σημείο καθοριστική ήταν και η επικύρωση το 1980 από την Ολλανδία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Έτσι το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε το 1986[97] ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 του ΕΚΧ που αναφέρεται στην απεργία είναι ευθέως δεσμευτική για τα δικαστήρια της χώρας. Πάντως στην Ολλανδία οι απεργίες είναι μάλλον σπάνιες και συνήθως μικρής διάρκειας[98].
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Όσο και αν στις περισσότερες περιπτώσεις οι απεργίες κηρύσσονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις, δεν αποκλείεται και η άσκηση απεργίας από άτυπες ομάδες εργαζομένων.
Από την άλλη πλευρά, συνεπεία της απουσίας νομοθετικής παρέμβασης για τη ρύθμιση του ζητήματος, δεν υπάρχουν και ρυθμίσεις που να θέτουν όρους για την άσκηση της απεργίας. Στο παρελθόν υπήρξε προσπάθεια για να θεσπισθούν κώδικες δεοντολογίας για την άσκηση της απεργίας, πλην όμως δεν κατάληξαν σε συμφωνία.
Νομολογιακά πάντως έχουν προβλεφθεί ορισμένοι περιορισμοί για την άσκηση του δικαιώματος. Έτσι έχει γίνει δεκτό ότι πρέπει να υπάρχει προειδοποίηση του εργοδότη για την άσκηση του δικαιώματος[99].
Γενικότερα το δίκαιο της απεργίας στην Ολλανδία διαπνέεται από δύο βασικές αρχές, την αρχή του εσχάτου μέσου και την αρχή της τήρησης της υποχρέωσης ειρήνης[100].
Δημόσιος τομέας
Στο πλαίσιο του νομολογιακού κανόνα της αναλογικότητας, γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι πρέπει να λαμβάνονται από τους απεργούς μέτρα για την αποφυγή βλάβης του κοινού σε περίπτωση απεργίας σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, όπως π.χ. σε επιχειρήσεις δημοσίων μεταφορών ή παροχής υπηρεσιών υγείας[101]. Όσο και αν η έννοια των “βασικών υπηρεσιών” δεν έχει υιοθετηθεί από τον ολλανδό νομοθέτη, προφανώς στο πλαίσιο της λογικής του να απέχει από τη ρύθμιση του δικαιώματος, οι δικαστές μπορούν να απαγορεύσουν ορισμένες μορφές άσκησης της απεργίας σε περίπτωση που αυτό «απαιτείται επειγόντως», όπως π.χ. συνέβη στην περίπτωση των δημοσίων μεταφορών, όπου απαγορεύθηκε η απεργία κατά τη διάρκεια των ωρών αιχμής. Εν προκειμένω όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων άσκησε κριτική στη νομολογιακή πρακτική ως προς την εφαρμογή του κανόνα της αναλογικότητας και δέχθηκε ότι ορισμένοι περιορισμοί βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου και αντιβαίνουν στο άρθρο 31 του ΕΚΧ[102].
Το δικαίωμα απεργίας μπορεί να ασκείται και από δημοσίους υπαλλήλους δεδομένου ότι και αυτοί υπάγονται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 του ΕΚΧ, όπως έχει γίνει δεκτό από το Κεντρικό Εφετείο[103] και το Ακυρωτικό[104]. Μόνο οι στρατιωτικοί, οι φύλακες σωφρονιστικών ιδρυμάτων και οι δικαστές αποκλείονται από την άσκηση της απεργίας[105].
Ανταπεργία
Στο πλαίσιο της λογικής του ολλανδού νομοθέτη να μην ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, δεν έχει προχωρήσει και σε ρύθμιση της άσκησης της ανταπεργίας. Στην πράξη στην Ολλανδία σχεδόν ποτέ δεν ασκείται ανταπεργία και η συζήτηση παραμένει θεωρητική[106]. Όμως, σε περίπτωση αδυναμίας του εργοδότη να αποδέχεται την παροχή της εργασίας των μη απεργών, δεν υποχρεούται να καταβάλει τους μισθούς τους, διότι η αδυναμία προέρχεται από γεγονός που εντάσσεται στη σφαίρα των εργαζομένων, εκτός εάν πρόκειται για απεργία που δεν προέρχεται από συνδικαλιστική οργάνωση, αλλά από άτυπη ομάδα εργαζομένων[107].
ΠΟΛΩΝΙΑ
Ασφαλώς η απεργία στην Πολωνία δεν γνωρίζει ιδιαίτερα μακρά παράδοση. Μόνο το 1982 το δίκαιο της απεργίας αναφέρεται για πρώτη φορά στο πολωνικό δίκαιο[108]. Σήμερα, το δικαίωμα της απεργίας αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο ασκείται συλλογικά.
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Το πολωνικό δίκαιο υιοθετεί το οργανικό κριτήριο, έτσι ώστε μια απεργία είναι νόμιμη μόνο εάν υιοθετείται από μια νόμιμη εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα συνδικαλιστική οργάνωση[109]. Κανενός άλλου είδους οργάνωση δεν μπορεί νομίμως να οργανώσει απεργία. Όλες όμως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ανεξάρτητα από την ένταξή τους σε ευρύτερα σχήματα, από την αντιπροσωπευτικότητά τους, τον προσανατολισμό τους ή τη νομική τους μορφή μπορούν να οργανώσουν απεργία[110]. Σημειωτέον ότι μόνο 10 εργαζόμενοι μπορούν, σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο να συστήσουν συνδικαλιστική οργάνωση.
Της κηρύξεως της απεργίας πρέπει να προηγούνται διαπραγματεύσεις. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να ανταποκριθεί άμεσα στο αίτημα μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης να αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Μόνο μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων μπορεί να ασκηθεί απεργία. Επίσης η συνδικαλιστική οργάνωση έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τη διεξαγωγή μεσολάβησης με σκοπό την επίλυση της διαφοράς και μόνο μετά την αποτυχία της μπορεί και πάλι να ασκηθεί η απεργία.
Οι διαδικαστικές ρυθμίσεις ή περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος απεργίας στην Πολωνία είναι πλέον μάλλον περιορισμένοι, καθώς αρκετοί από αυτούς που υπήρχαν στο παρελθόν, ήδη καταργήθηκαν[111].
Απαιτείται έτσι η προειδοποίηση του εργοδότη προ τουλάχιστον 5 ημερών[112]. Απαιτείται επίσης να ληφθεί απόφαση σε ψηφοφορία στην οποία μπορούν να λάβουν μέρος οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι και η απόφαση αυτή να υποστηριχθεί από την πλειοψηφία των εργαζομένων[113]. Έχει καταργηθεί όμως εκείνη η ρύθμιση του Συνδικαλιστικού Νόμου του 1982, η οποία προέβλεπε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με μυστική ψήφο για την άσκηση της απεργίας. Το ζήτημα αυτό, δηλαδή ο τρόπος οργάνωσης της ψηφοφορίας, θεωρείται πλέον ως εσωτερική υπόθεση κάθε συνδικαλιστικής οργανώσεως[114].
Ο νόμος για την επίλυση των συλλογικών διαφορών προβλέπει ότι η οργάνωση που κηρύσσει την απεργία πρέπει να φροντίσει να διαθέσει το απαραίτητο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης, για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της δημόσιας υγείας.
Δημόσιος τομέας
Λόγω της φύσεως των ασκουμένων καθηκόντων απαγορεύεται η άσκηση απεργίας στους αστυνομικούς, τους φύλακες σωφρονιστικών ιδρυμάτων, τους πυροσβέστες, τους στρατιωτικούς και τους συνοριοφύλακες[115]. Περαιτέρω δεν επιτρέπεται η απεργία και στους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, όπως και στους υπαλλήλους της τοπικής αυτοδιοίκησης και των δικαστηρίων, πράγμα που αποτελεί αντικείμενο έντονης κριτικής λόγω της αντίθεσής του με τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας[116]. Σε σχέση με την άσκηση της απεργίας στις δημόσιες επιχειρήσεις απαγορεύεται στο μέτρο που μπορεί να διακινδυνεύσει την ανθρώπινη ζωή, την υγεία ή της ασφάλεια του Κράτους.
Ανταπεργία
Το δικαίωμα απεργίας δεν αναγνωρίζεται ρητά στο πολωνικό δίκαιο. Μία τέτοια εργοδοτική δυνατότητα παραμένει πάντως ασαφής[117]. Πάντως ο εργοδότης επικαλούμενος τις ανάγκες λειτουργίας της επιχείρησης σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να επιτύχει αντίστοιχα αποτελέσματα.
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
Το πορτογαλικό Σύνταγμα (άρθρο 57) αναγνωρίζει το δικαίωμα της απεργίας ως θεμελιώδες δικαίωμα των εργαζομένων.
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Το δικαίωμα της απεργίας αποτελεί ατομικό δικαίωμα των εργαζομένων, αν και η απεργία τελικά αποφασίζεται συνήθως από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 531 του Κώδικα Εργασίας η απόφαση για την απεργία ανήκει στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μονοπώλιο, δεδομένου ότι είναι δυνατόν σε μια επιχείρηση όπου δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις που να εκπροσωπούν την πλειοψηφία των εργαζομένων, να αποφασισθεί η κήρυξη απεργίας με μυστική ψηφοφορία[118]. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει, ωστόσο, να συγκληθεί γενική συνέλευση για το σκοπό αυτό από τουλάχιστον 200 εργαζόμενους ή από το 20 % των εργαζομένων της επιχείρησης. Για να ληφθεί απόφαση για την κήρυξη της απεργίας είναι επίσης απαραίτητο να λάβει μέρος η πλειοψηφία των εργαζομένων και να εγκριθεί από την πλειοψηφία των εργαζομένων που μετέχουν στην ψηφοφορία[119] (άρθρο 531 Κώδικα Εργασίας).
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι άλλοι φορείς που αποφάσισαν την απεργία πρέπει να δώσουν μια προειδοποίηση προς τον εργοδότη ή τις ενώσεις εργοδοτών, όπως και προς την αρμόδια υπηρεσία για την απασχόληση πριν από τουλάχιστον πέντε εργάσιμες ημέρες (άρθρο 534 Κώδικα Εργασίας). Η προειδοποίηση μπορεί να δοθεί με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο, δηλαδή τόσο εγγράφως όσο ακόμη και μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης[120]. Εάν η απεργία αποφασίστηκε από συνέλευση των εργαζομένων, η προειδοποίηση πρέπει να δοθεί τουλάχιστον πριν από τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες. Η προειδοποίηση αυτή πρέπει επίσης να περιλαμβάνει μια πρόταση για το προσωπικό ασφαλείας που θα παρέχεται για να εξασφαλιστεί η προστασία του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων της επιχείρησης, καθώς εάν πρόκειται για επιχείρηση κοινής ωφελείας, και μια πρόταση για τις ελάχιστες υπηρεσίες που θα παρέχονται στο κοινό.
Οι μη συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να συμμετάσχουν σε μια απεργία που αποφασίστηκε από μια συνδικαλιστική οργάνωση[121]. Οι εργαζόμενοι αντιπροσωπεύονται είτε από τη συνδικαλιστική οργάνωση είτε από μια ειδική ad hoc επιτροπή στις περιπτώσεις όπου η απεργία αποφασίστηκε από τη συνέλευση των εργαζομένων (άρθρο 532 Κώδικα Εργασίας).
Δημόσιος τομέας
Κατά τη διάρκεια της απεργίας, ο νόμος προβλέπει δύο διαφορετικά είδη προσωπικού ασφαλείας ή παροχής βασικών υπηρεσιών. Από τη μία πλευρά σε κάθε επιχείρηση ή εκμετάλλευση πρέπει να υπάρχει φροντίδα για την προστασία του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεών της. Από την άλλη πλευρά, σε ορισμένες επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις πρέπει να διασφαλίζεται η παροχή βασικών υπηρεσιών, όταν η επιχείρηση ή εκμετάλλευση ικανοποιεί θεμελιώδεις κοινωνικές ανάγκες. Το άρθρο 537 του Κώδικα Εργασίας παραθέτει μια σειρά από επιχειρήσεις που θεωρούνται ότι εξυπηρετούν θεμελιώδεις κοινωνικές ανάγκες, όπως ταχυδρομικές και τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, ιατρικές υπηρεσίες, ύδρευση, παροχή ενέργειας, προμήθειας καυσίμων, δημόσιες μεταφορές κλπ. Ο καθορισμός των βασικών υπηρεσιών, πρέπει κατ’ αρχήν να γίνεται με συλλογική σύμβαση ή με απευθείας συμφωνία με τους εκπροσώπους των εργαζομένων (άρθρο 538 Κώδικα Εργασίας). Ελλείψει μιας τέτοιας συμφωνίας, το αρμόδιο για θέματα απασχόλησης υπουργείο υποχρεούται να προσκαλέσει τους εκπροσώπους των εργαζομένων και του εργοδότη, προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία. Αν τα μέρη και πάλι δεν καταλήξουν σε συμφωνία, ο καθορισμός των βασικών υπηρεσιών γίνεται από το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Εργασίας, εκτός αν πρόκειται για επιχείρηση ή εκμετάλλευση του δημόσιου τομέα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ελλείψει συμφωνίας μέχρι και την τρίτη ημέρα μετά την προειδοποίηση, ο καθορισμός των βασικών υπηρεσιών είναι ένα έργο που ανατίθεται στην υποχρεωτική διαιτησία[122].
Ανταπεργία
Το πορτογαλικό Σύνταγμα απαγορεύει ρητά την ανταπεργία των εργοδοτών (άρθρο 57)[123]. .
ΣΟΥΗΔΙΑ
Το δικαίωμα κήρυξης της απεργίας αναγνωρίζεται από τη συνταγματική πράξη The Instrument of Government (1974:152), στο άρθρο 2:17 της οποίας ορίζεται ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τόσο εργαζομένων, όσο και εργοδοτών έχουν δικαίωμα να επιχειρούν συλλογικές δράσεις στο πλαίσιο των διαφορών τους, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από το νόμο ή από συλλογική συμφωνία[124].
Διαδικαστικές προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας
Το σουηδικό δίκαιο της απεργίας χαρακτηρίζεται από την απουσία ιδιαίτερα λεπτομερειακών ρυθμίσεων. Αντιστοίχως και η λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων χαρακτηρίζεται από την ελευθερία οργάνωσης και την έλλειψη νομικών ρυθμίσεων. Γενικότερα οι συλλογικές εργασιακές σχέσεις στη Σουηδία διαπνέονται από το φιλελευθερισμό και την ικανότητα των εμπλεκόμενων μερών να καταφεύγουν σε συμφωνημένες λύσεις μέσα από τους μηχανισμούς της συλλογικής αυτονομίας[125].
Το δικαίωμα απεργίας ασκείται αποκλειστικά από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, σε αντίθεση με τις άτυπες ομάδες εργαζομένων, οι οποίες δεν έχουν δικαίωμα κηρύξεως απεργίας[126].
Η απόφαση για την κήρυξη λαμβάνεται από τα αρμόδια όργανα των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο πλαίσιο της ελευθερίας εσωτερικής οργανώσεως[127]. Δεν προβλέπεται η διεξαγωγή κάποιου είδους ψηφοφορίας, εκτός εάν κάτι τέτοιο αποφασίζεται ελεύθερα από την ίδια συνδικαλιστική οργάνωση, προκειμένου να επιτύχει ευρύτερο consensus για την κήρυξη της απεργίας[128].
Η οργάνωση η οποία σχεδιάζει τη διεξαγωγή απεργίας, οφείλει να προειδοποιήσει τόσο το άλλο μέρος, όσο και Εθνικό Γραφείο Μεσολάβησης προ τουλάχιστον επτά ημερών.
Δημόσιος Τομέας
Τα σχετικά ζητήματα για την ικανοποίηση των βασικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της απεργίας επιλύονται, σύμφωνα με την πάγια αντίληψη του σουηδικού συστήματος εργασιακών σχέσεων, δηλαδή κατά κανόνα με συλλογικές συμφωνίες στο πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων[129].
Στην απεργία αυτή, η οποία κηρύσσεται από τη συνδικαλιστική οργάνωση, μπορούν επίσης να συμμετάσχουν και οι μη συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι. Στην περίπτωση όμως αυτή πρέπει να υπάρξει σχετική ενημέρωση της εργοδοτικής πλευράς.
Οι υφιστάμενες συλλογικές συμφωνίες προβλέπουν την παρέμβαση μηχανισμών συμφιλίωσης για την επίλυση της διαφοράς
Τέλος απαγορεύεται η απεργία των αστυνομικών και των μελών των ενόπλων δυνάμεων.
Ανταπεργία
Στη σουηδική νομοθεσία δεν υφίστανται διατάξεις σχετικά με την ανταπεργία, οι οποίες είτε να την επιτρέπουν είτε να την απαγορεύουν[130]. Στην πράξη επίσης οι εργοδότες δεν προσφεύγουν σε ανταπεργία, καθώς επικρατούν μηχανισμοί συμφιλίωσης[131].
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Η Ελλάδα ανήκει, ως προς τη νομική ρύθμιση της απεργίας, σε εκείνα συστήματα της Ευρώπης που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για τη διαδικασία κήρυξής της στον ιδιωτικό τομέα. Αντίθετα δεν περιλαμβάνουν ή περιλαμβάνουν ελάχιστες ρυθμίσεις το Βέλγιο, η Γαλλία, η Σουηδία και η Ιταλία.
Επίσης η Ελλάδα, ως προς το υποκείμενο κηρύξεως της απεργίας, υιοθετεί το οργανικό κριτήριο, απαιτώντας την κήρυξη απεργίας αποκλειστικά από νόμιμα συνεστημένη συνδικαλιστική οργάνωση, όπως πράττει και η Γερμανία, η Σουηδία και η Πολωνία. Αντίθετα, σε άλλες χώρες, επιτρέπεται η κήρυξη απεργίας και από άτυπες ομάδες εργαζομένων, όπως στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και την Ιταλία.
Ως προς τους όρους κήρυξης της απεργίας, η Ελλάδα τοποθετείται στην Ευρώπη στο κέντρο της κλίμακας. Κατά κανόνα απαιτεί να ληφθεί απόφαση από τη Γενική Συνέλευση της συνδικαλιστικής οργάνωσης και μάλιστα με μυστική ψηφοφορία των μελών της, ενώ αρκείται σε απόφαση του Διοικητικού συμβουλίου της οργάνωσης, εάν πρόκειται για οργάνωση πανελλαδικής εμβέλειας, δευτεροβάθμια οργάνωση ή τριτοβάθμια οργάνωση. Στο ένα άκρο της κλίμακας βρίσκονται η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία που αρκούνται στην κήρυξη και από άτυπες ομάδες εργαζομένων. Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκεται η Βουλγαρία στην οποία απαιτείται απόφαση της πλειοψηφίας του όλου αριθμού των εργαζομένων της επιχείρησης, ρύθμιση που έχει κατακριθεί έντονα από τα αρμόδια όργανα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, και το Ηνωμένο Βασίλειο που απαιτεί δημοψήφισμα με συμμετοχή των μελών της οργάνωσης, με την επιβολή όμως εξαιρετικά δυσκίνητων διαδικασιών. Ενδιάμεση περίπτωση αποτελεί και το πορτογαλικό πλαίσιο που απαιτεί δημοψήφισμα μόνο όταν δεν υπάρχει κήρυξη από νόμιμα συνεστημένη συνδικαλιστική οργάνωση, δηλαδή μάλλον σπάνια περίπτωση.
Ως προς την προειδοποίηση του εργοδότη η Ελλάδα κινείται επίσης στο κέντρο της κλίμακας. Απαιτείται τέτοια προειδοποίηση στις περισσότερες χώρες, ενώ δεν απαιτείται στις λιγότερες, όπως στη Γαλλία και την Ιταλία. Πάντως ως προς το μήκος της προθεσμίας είναι στην Ελλάδα από τις συντομότερες, δηλαδή προ 24 ωρών.
Επίσης, το ελληνικό σύστημα απαιτεί, όπως και σχεδόν όλες τις χώρες, την παροχή προσωπικού ασφαλείας για την αποφυγή ατυχημάτων και καταστροφών. Αυτό ορίζεται, και πάλι, όπως και στις περισσότερες χώρες, είτε από συλλογικές συμφωνίες, είτε, σε περίπτωση αποτυχίας, από ανεξάρτητο όργανο.
Προς αξιολόγηση του ελληνικού συστήματος ρύθμισης της απεργίας πρέπει να σημειωθεί ότι είναι έντονη η παρέμβαση των Δικαστηρίων τα οποία την αξιολογούν σε όλο της το εύρος, δηλαδή ως προς τα αιτήματα της απεργίας, τις διαδικασίες της κλπ, στο πλαίσιο ευρύτερων αρχών, όπως της αρχής της αναλογικότητας, του εσχάτου μέσου και της απαγόρευσης κατάχρησης δικαιώματος και έτσι συχνά απαγορεύεται η συνέχιση της απεργίας με απειλή, πέραν των άλλων, χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης.
Σε σχέση με την απεργία σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, το ελληνικό νομικό πλαίσιο και πάλι ακολουθεί τον κανόνα. Απαιτεί, μακρότερη, σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, προειδοποίηση του εργοδότη, δηλαδή 4 ημέρες (και πάλι είναι από τις συντομότερες), απαιτεί τη διεξαγωγή διαδικασίας συμφιλίωσης, δηλαδή του δημοσίου διαλόγου και τέλος απαιτεί την ικανοποίηση, με προσωπικό που δεν απεργεί, των βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου.
Ως προς την ανταπεργία τέλος η Ελλάδα ανήκει σε εκείνες τις (λιγότερες) χώρες που ρητά απαγορεύουν την ανταπεργία. Στην ίδια ομάδα ανήκουν η Πορτογαλία και η Βουλγαρία. Σε καμιά χώρα από αυτές που εξετάσθηκαν, δεν αναγνωρίζεται η επιθετική ανταπεργία, ενώ αναγνωρίζεται μόνο η αμυντική ανταπεργία στη Γερμανία, το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισπανία. Μάλιστα στις περισσότερες από τις χώρες αυτές η άσκηση της ανταπεργίας αναγνωρίζεται υπό προϋποθέσεις. Ασαφές είναι το καθεστώς, δηλαδή δεν επιτρέπεται ούτε απαγορεύεται, αλλά και σπανιότατα προκύπτει άσκηση ανταπεργίας στη Σουηδία και στην Ολλανδία. Προς αξιολόγηση του ελληνικού συστήματος πρέπει πάντως να τονισθεί ότι η νομολογία του Αρείου Πάγου (ενδεικτικά ΑΠ 1303/2004) αναγνωρίζει, με βάση το άρθρο 656 του Αστικού Κώδικα, τη δυνατότητα του εργοδότη να μην καταβάλλει μισθούς σε μη απεργούς, όταν βρίσκεται σε αδυναμία αποδοχής των υπηρεσιών τους. Αντίστοιχη ρύθμιση εντοπίζεται στη Γαλλία, στην Πολωνία και στην Ιταλία. Με τον τρόπο αυτό η ρύθμιση του ελληνικού δικαίου που απαγορεύει την ανταπεργία, αμβλύνεται σημαντικά.
[1] K. Abelshausen-S. Claessens-S. Francken-Y. Mondelaers, Belgium in A. Stewart-M. Bell, The Right to Strike: A Comparative Perspective. A study of national law in six EU states,10. R. Blanpain, Belgium, Kluwer, 2011, 420. C.E. 52424 /22.3.1995, A.P.T. 1995. Cons. Const. 42/2000/6.4.2000
[2] K. Abelshausen-S. Claessens-S. Francken-Y. Mondelaers, 14
[3] Cour de Cassation 21dec. 1981, R.W. 1981-82, 2526
[4] R. Blanpain, ο.π., 422
[5] K. Abelshausen-S. Claessens-S. Francken-Y. Mondelaers, 15
[6] K. Abelshausen-S. Claessens-S. Francken-Y. Mondelaers, 13
[7] K. Abelshausen-S. Claessens-S. Francken-Y. Mondelaers, 20
[8] R. Blanpain, ο.π., 422
[9] R. Blanpain, ο.π., 422. K. Abelshausen-S. Claessens-S. Francken-Y. Mondelaers, 20
[10] V. Mrachkov, Bulgaria, Kluwer, 2014, 268
[11] V. Mrachkov, ο.π., 275
[12] P. Markova, Bulgaria, σε C. La Macchia, The right to Strike in the EU, The complexity of the norms and safeguarding efficacy, Ediesse, 2011,103-104.
[13] V. Mrachkov, ο.π., 276
[14] Απόφαση 14 της 24ης Σεπτεμβρίου 1996
[15] Social Collective Labour Disputes Act του 1990
[16] V. Mrachkov, ο.π., 277
[17] V. Mrachkov, ο.π., 277
[18] P. Markova, ο.π.,110. V. Mrachkov, ο.π., 280
[19] Άρθρα 20 και 18 παρ. 5 SCLDA
[20] J. Pelissier-G. Auzero-E. Dockès, Droit du Travail, Dalloz, 2012, 1375
[21] Cass. Soc 18 avril 1963, D. 1963, 505
[22]Cass. Soc 18 janv. 1995, Dr.Doc.1995,183.
[23] J. Pelissier-G. Auzero-E. Dockès, ο.π.,1382
[24] B. Teyssié, Droit du travail-Relations collectives, 2011, 746
[25] B. Teyssié, ο.π.,746
[26] J. Pelissier-G. Auzero-E. Dockès, ο.π., 1379
[27]CassSoc 11 juill. 1989, Dr. Soc 1898, 718
[28]T Pau, 22 fev, 1972, JCP 1973, II, 17345
[29] J. Pelissier-G. Auzero-E. Dockès, ο.π.,1380
[30] J. Pelissier-G. Auzero-E. Dockès, ο.π.,1381
[31]B. Teyssié, ο.π., 816
[32] J. Pelissier-G. Auzero-E. Dockès, ο.π.,1402 επ.
[33] Ν. της 27ης Ιουλίου 2007
[34] B. Teyssié, ο.π., 821
[35]CassSoc 26 janv 1972, DrSoc 1972, 395. B. Teyssié, ο.π., 844 επ.
[36]Cass Soc 10 dec 1969, CahPrudh 1970,65. Ch. Briggs, Lockout Law in a Comparative Perspective: Corporatism, Pluralism and Neo-Liberalism., Int. Journ. Comp.Law Ind. Rel. 2005, 492
[37] Ulrich Preis Arbeitsrecht, Kollektivarbeitsrecht Lehrbuch fuer Studium und Praxis , Auflage 2012, σελ. 367
[38] BAG 20.12.1963 AP Nr 32 zu Art.9 GG Arbeitskampf; 7.6.1988 AP Nr106 zu Art.9 GG Arbeitskampf= NZA 88, 883; 31.10.1995 zu Art.9 GG Arbeitskampf= NZA 96, 389; krit. Daeubler/Daeubler AKR § 12 Rn 16 ff
[39] BAG 5.9.1955 AP Nr 3 zu Art.9 GG Arbeitskampf; 20.12.1963 AP Nr32
[40] Preis, ό.π.391, Gamillscheg s.1153, Otto AKR §7 Rn, 31, Daeubler/Reinfelder AKR §15 Rn, 34
[41] Preis,391. B. Waas, The right to strike: Germany σε B. Waas (ed), The right to strike. A comparative view, Kluwer, 2014, 241.
[42] BAG 17.12.1978 AP Nr 51 zu Art.9 GG Arbeitskampf m Anm. Ruethers. B. Waas, ο.π., 242.
[43] BAG 31.10.1995 AP Nr 140 zu Art.9 GG Arbeitskampf= ΝΖΑ 96, 389
[44] Schaub,, ό.π. σελ 2200
[45] Preis ό.π 410
[46] BAG GS 21.4.1971, AP Nr 43 zu Art.9 GG Arbeitskampf= ΝJW 71, 1668
[47] Schaub, ό.π. σελ. 2201
[48] Schaub, ό.π σελ 2207
[49] BAG 31.1.1995, AP Nr 135 zu Art.9 GG Arbeitskampf= ΝΖΑ 95, 959
[50] BAG 30.3.1982, AP Nr 74 zu Art.9 GG Arbeitskampf= ΝJW 82, 2835
[51] BAG 10.6.1980 – 1 AZR 168/79 και 1 AZR 822/79
[52] W. Weiss-M. Schmidt, Germany, Kluwer, 2010, 212
[53] Ch. Briggs, Lockout Law in a Comparative Perspective: Corporatism, Pluralism and Neo-Liberalism., Int. Journ. Comp.Law Ind. Rel. 2005,490
[54] W. Weiss-M. Schmidt, ο.π., 212
[55] D. Barrett- K. Earl- K. Lynch,United Kingdom σε The right to strike: a comparative perspective, A study of national law in six EU states, The Institute of Employment Rights,2008, 97
[56] Βλ. αναλυτικά S. Deakin-G. Morris, Labour Law, Hart Publishing,2005, 963 επ.
[57] K. Ewing, United Kingdom, σε C. La Macchia, The right to Strike in the EU, The complexity of the norms and safeguarding efficacy, Ediesse, 2011, 234. D. Barrett- K. Earl- K. Lynch, ο.π., 100
[58] Βλ. αναλυτικά S. Deakin-G. Morris, ο.π., 1006 επ. J. Passl, The right to strike: United Kingdom σε B. Waas (ed), The right to strike. A comparative view, Kluwer, 2014, 557
[59] D. Barrett- K. Earl- K. Lynch, ο.π., 106. Βλ. επίσης την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση RMT (no 31045/10) με την οποία κρίθηκε ότι είναι απορριπτέα η αίτηση της βρεταννικής συνδικαλιστικής οργανώσεως που παρεπονείτο για το ότι λόγω των διαφόρων διαδικαστικών προϋποθέσεων παρεκωλύετο η ομαλή άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Βάση της απορρίψεως ήταν ότι τελικά η οργάνωση κατάφερε να ασκήσει την απεργία. Συνεπώς το ζήτημα της συμφωνίας των σχετικών ρυθμίσεων με την ΕΣΔΑ παραμένει ανοικτό.
[60] K. Ewing , ο.π., 24. S. Deakin-G. Morris, ο.π., 1007
[61] D. Barrett- K. Earl- K. Lynch, ο.π., 101
[62] D. Barrett- K. Earl- K. Lynch, ο.π., 102
[63] A. Baylos Grau-N.Castelli σε C. La Macchia, The right to Strike in the EU, The complexity of the norms and safeguarding efficacy, Ediesse, 2011, 206.
[64] M. Alonso Olea-F. Rodríguez-Sañudo- F. Elorza Guerrero, Spain, Kluwer, 2013, 151
[65] A. Baylos Grau-N.Castelli, ο.π., 209
[66] A. Baylos Grau-N.Castelli, ο.π., 208. M. N. Guastavito, The right to strike: Spain σε B. Waas (ed), The right to strike. A comparative view, Kluwer, 2014, 510
[67] M. N. Guastavito, ο.π., 512
[68] M. N. Guastavito, ο.π., 516.
[69] A. Baylos Grau-N.Castelli, ο.π., 216
[70] A. Baylos Grau-N.Castelli, ο.π., 207
[71] M. Alonso Olea-F. Rodríguez-Sañudo- F. Elorza Guerrero, ο.π., 154
[72] M. Alonso Olea-F. Rodríguez-Sañudo- F. Elorza Guerrero, ο.π., 154.
[73] A. Baylos Grau-N.Castelli, ο.π., 205
[74]T. Treu, Italy, Kluwer, 2013, 226. G. Pera-M. Papaleoni, Diritto del lavoro, Cedam, 2003, 229. P. Pascucci, The right to strike: Italy σε B. Waas (ed), The right to strike. A comparative view, Kluwer, 2014, 335.
[75] N. Delli Colli- E. Di Toro- Α. Fabrizi- L. Forte, Italy σε The right to strike: a comparative perspective, A study of national law in six EU states, The Institute of Employment Rights, 2008, 66
[76] Διατάξεις νόμων που είχαν εκδοθεί πριν από τη ψήφιση του Συντάγματος κρίθηκαν αντισυνταγματικοί από το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο βλ. T. Treu, ο.π., 227-228.
[77] G. Ferraro, Italy, σε C. La Macchia, The right to Strike in the EU, The complexity of the norms and safeguarding efficacy, Ediesse, 2011, 145
[78] G. Ferraro, ο.π., 147
[79] G. Pera-M. Papaleoni, o.p., 257 επ.
[80] N. Delli Colli- E. Di Toro- Α. Fabrizi- L. Forte, ο.π., 72. G. Pera-M. Papaleoni, ο.π., 26. P.Pascucci, ο.π., 339
[81] Ν. 83/2000
[82] N. Delli Colli- E. Di Toro- Α. Fabrizi- L. Forte, ο.π., 73. T. Treu, ο.π., 229
[83] G. Pera-M. Papaleoni, ο.π., 269.
[84] N. Delli Colli- E. Di Toro- Α. Fabrizi- L. Forte, ο.π., 73
[85] G. Pera-M. Papaleoni, ο.π., 262-263. P.Pascucci, ο.π., 340
[86]T. Treu, ο.π., 231. Για την κριτική των θέσεων της Επιτροπής βλ. G. Pera-M. Papaleoni, ο.π., 262 επ.
[87] G. Ferraro , ο.π., 149. N. Delli Colli- E. Di Toro- Α. Fabrizi- L. Forte, ο.π., 73
[88]G. Ferraro, ο.π., 156-157
[89] Ν. 146/1990. T. Treu, ο.π., 230
[90] Άρθρο 4 του ν. 242/1980
[91] Αρθρο 49 του ν. 185/1964
[92] Νόμοι 121/1981 και 382/1978 αντιστοίχως
[93] G. Pera-M. Papaleoni, ο.π., 276. M. Corti-A. Sartori, Les droits des conflits collectifs en Italie, Revue de Droit du Travail, 2010, 324
[94] T. Treu, ο.π., 238
[95]G. Ferraro , ο.π., 158. T. Treu, ο.π., 239. Ch. Briggs, Lockout Law in a Comparative Perspective: Corporatism, Pluralism and Neo-Liberalism., Int. Journ. Comp.Law Ind. Rel. 2005, 487.
[96] M. Houwerzil –W. Roosendaal, The right to strike: The Netherlands σε B. Waas (ed), The right to strike. A comparative view, Kluwer, 2014, 413 επ. και S. Rook-S. Rodenhuis-W. Kortooms-A. Blanke,The Netherlands σε The right to strike: a comparative perspective, A study of national law in six EU states, The Institute of Employment Rights,2008, 82 . A.T.J.M. Jacobs, The Netherlands, Kluwer, 2004, 160 επ.
[97] Απόφαση της 30ης Μαίου 1986, NJ 1986, 688 και Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 1991, NJ 1992, 508
[98] A.T.J.M. Jacobs, The Netherlands, Kluwer, 2004, 216
[99] S. Rook-S. Rodenhuis-W. Kortooms-A. Blanke, ο.π., 84.
[100] A.T.J.M. Jacobs, ο.π., 164
[101] S. Rook-S. Rodenhuis-W. Kortooms-A. Blanke, ο.π., 86 και 88
[102] M. Houwerzil –W. Roosendaal, ο.π., 419
[103] CRvB 21 Οκτωβρίου 1982, ΑΒ 1983, 35
[104] Απόφαση της 30ης Μαίου 1986,
[105] S. Rook-S. Rodenhuis-W. Kortooms-A. Blanke, ο.π., 89. A.T.J.M. Jacobs, ο.π., 229
[106] S. Rook-S. Rodenhuis-W. Kortooms-A. Blanke, ο.π., 90. 492. Ch. Briggs, Lockout Law in a Comparative Perspective: Corporatism, Pluralism and Neo-Liberalism., Int. Journ. Comp.Law Ind. Rel. 2005,492.
[107]M. Houwerzil –W. Roosendaal, ο.π. 424. A.T.J.M. Jacobs, ο.π., 166
[108] A.M. Swiatokowski, Poland, σε C. La Macchia, The right to Strike in the EU, The complexity of the norms and safeguarding efficacy, Ediesse, 2011
[109] P. Grzebyk, The right to strike: Poland σε B. Waas (ed), The right to strike. A comparative view, Kluwer, 2014, 430.
[110] A.M. Swiatokowski,ο.π., 166
[111] A.M. Swiatokowski,ο.π. 167-168
[112] P. Grzebyk, ο.π., 434
[113] P. Grzebyk, ο.π., 434
[114] P. Grzebyk, ο.π., 434
[115] A.M. Swiatokowski,ο.π., 168
[116] P. Grzebyk, ο.π., 439
[117] A.M. Swiatokowski,ο.π., 179-180
[118] J.M. Vieira Gomes- C. de Oliveira Carvalho, Portugal, Kluwer, 2011, 160
[119] M. Vieira Gomes- C. de Oliveira Carvalho, ο.π., 160
[120] M. Vieira Gomes- C. de Oliveira Carvalho , ο.π., 160
[121]J.M. Vieira Gomes- C. de Oliveira Carvalho , ο.π., 162
[122] J.M. Vieira Gomes- C. de Oliveira Carvalho , ο.π., 162
[123] J.M. Vieira Gomes- C. de Oliveira Carvalho, ο.π., 161
[124] L. Carlson, Sweden, σε C. La Macchia, The right to Strike in the EU, The complexity of the norms and safeguarding efficacy, Ediesse, 2011, 222. J. Malmberg- C. Johanson, The right to strike: Sweden σε B. Waas (ed), The right to strike. A comparative view, Kluwer, 2014, 525.
[125] A. Adlercreutz- B.Nyström, Sweden, Kluwer, 2010, 217 επ.
[126] J. Malmberg- C. Johanson, ο.π., 527
[127] L. Carlson, ο.π., 226
[128] L. Carlson, ο.π., 222. J. Malmberg- C. Johanson, ο.π., 529.
[129] A. Adlercreutz- B.Nyström,220. J. Malmberg- C. Johanson, ο.π., 532
[130] L. Carlson, ο.π., 228
[131] Ch. Briggs, Lockout Law in a Comparative Perspective: Corporatism, Pluralism and Neo-Liberalism., Int. Journ. Comp.Law Ind. Rel. 2005, 494:σπανίως χρησιμοποιείται ως όπλο για να συγκεντρώσει ή να συντονίσει τη συλλογική διαπραγμάτευση.